- βιβλιοφόριον
- βιβλιοφόριον, το (Α)θήκη βιβλίων ή επιστολών.[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίον + -φοριον < -φορον < φέρω (πρβλ. αρτοφόριον, ωμοφόριον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βιβλιοφόριον — book neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτοφόριο — Ιερό λειτουργικό σκεύος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας επάνω στην Αγία Τράπεζα. Κατασκευάζεται από χρυσό ή ασήμι ή από άλλο μέταλλο ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες του ναού. Στο α. φυλάσσεται ο άρτος που προορίζεται για τη μετάληψη,… … Dictionary of Greek
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek